-
1 υποστροφής
-
2 ὑποστροφῆς
-
3 ὑπο-στροφή
ὑπο-στροφή, ἡ, das Umkehren; ἐξ ὑποστροφῆς Soph. El. 715, vom Umkehren um das Ziel der Rennbahn; – umgekehrt, Dem. 18, 166; – das Zurückweichen, die Flucht, Her. 9, 22; ἐξ ὑποστροφῆς Pol. 2, 25, 3 u. öfter.
-
4 υποστροφη
ἥ1) обращение тыла, бегство(ἀναχώρησις καὴ ὑ. Her.)
2) изменение направления, поворотἐξ ὑποστροφῆς Soph., Polyb. — сделав поворот, но тж. Dem. наоборот
3) грам. смещение ударения назад -
5 ὑποστροφάς
A a screw working a crane, Ath.Mech.37.1. -ή, ἡ, turning about, wheeling round, of cavalry, Hdt.9.22: generally, return march, D.C.71.2.2 in the phrase ἐξ ὑποστροφῆς, of the chariot, turning round the meta at the far end of the δίαυλος, i. e. turning sharply round, S.El. 725: so in military sense, wheeling right about, Plb.2.25.3,3.14.5, D.H.2.41, etc.b on the contrary, Epist. Philipp. ap. D.18.166.3 return, J.AJ2.14.3.2 Rhet., τὸ καθ' ὑποστροφὴν σχῆμα recurrence to a subject, after a parenthesis, Hermog.Id.2.1, cf. Aristid.Rh.2p.514S.3 Gramm., throwing back of the accent, A.D.Synt.134.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστροφάς
-
6 ὑποστροφή
ὑπο-στροφή, ἡ, das Umkehren; ἐξ ὑποστροφῆς, vom Umkehren um das Ziel der Rennbahn; umgekehrt; das Zurückweichen, die Flucht
См. также в других словарях:
ὑποστροφῆς — ὑποστροφή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… … Dictionary of Greek
παλινάγγελος — παλινάγγελος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ» 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελος ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
παλινδινία — παλινδινία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξ ὑποστροφῆς ὑδάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινία (< δινος < δίνη), πρβλ. σκοτο δινία] … Dictionary of Greek
υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… … Dictionary of Greek